Τα σχολεία ξεκινούν και το άγχος των γονέων χτυπάει κόκκινο, ειδικά όσων θα αποχωριστούν για πρώτη φορά το παιδί τους ή θα το συνοδεύσουν στη μετάβασή του σε μια νέα σχολική βαθμίδα. Για να τους βοηθήσουμε να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, εξασφαλίζοντας μία ομαλή μετάβαση στη νέα σχολική πραγματικότητα, απευθυνθήκαμε στην parent coach, Χριστίνα Γκίκα.
Τώρα που ξεκινούν τα σχολεία και κορυφώνεται και το άγχος των γονέων για την ομαλή μετάβαση των παιδιών στην εκάστοτε νέα σχολική βαθμίδα, πώς να ηρεμήσουμε εμείς το δικό μας άγχος για να μην το περνάμε και στα παιδιά;
Με βάση την εμπειρία μου με γονείς αλλά και ως μαμά ενός αγοριού στο γυμνάσιο, παρατηρώ ότι η μετάβαση σε κάθε σχολική βαθμίδα έχει άλλες ανησυχίες αλλά τα συναισθήματα είναι τα ίδια, με ίδια ή διαφορετική ένταση. Και ενώ δίνονται πολλές συμβουλές στο διαδίκτυο, από φίλους, συγγενείς ή γνωστούς για το πώς να βοηθήσουμε τα παιδιά σε αυτήν τους την μεταβατική εμπειρία, δεν δίνεται αρκετή σημασία για το πώς να στηρίξουμε τους γονείς.
Οι γονείς μπορεί να βιώσουμε έντονα συναισθήματα, δύσκολα, φόβο, άγχος, ανησυχία, στεναχώρια. Συναισθήματα που μπορεί να μην μπορούμε να τα διαχειριστούμε. Η συμβουλή που ακούω συχνά να δίνεται τότε είναι «Πώς κάνεις έτσι… να δείχνεις χαρούμενος/η… θα φοβίσεις το παιδί… δεν βοηθάς». Μένουμε αρκετά μόνοι μας με αυτά τα συναισθήματα, στα οποία προστίθεται και η ενοχή που τα έχουμε. Και ενώ ναι, χρειάζεται να είμαστε συναισθηματικά διαθέσιμοι στα παιδιά αυτήν την περίοδο και είναι αδύνατον να είμαστε, αν αισθανόμαστε έτσι, η ντροπή, ενοχή ή καταπίεση των συναισθημάτων δεν πρόκειται να μας κάνει περισσότερο διαθέσιμους.
Νομίζω αυτό είναι το δυσκολότερο κομμάτι για εμάς τους γονείς.
Θα πρότεινα να δίνουμε χώρο σε αυτά τα συναισθήματα. Πρώτα εμείς. Είναι απόλυτα φυσιολογικό να δυσκολεύεσαι να αποχωριστείς απότομα ένα παιδί 15 μηνών και 3 χρονών, ειδικά στις μικρές ηλικίες, το να θέλουμε το παιδί κοντά μας ή να γνωρίζουμε ότι είναι κάπου ασφαλές, ορίζεται από τη φύση και το ένστικτο μας. Είναι απόλυτα φυσιολογικό να υπάρχει ανησυχία για την ένταξη του παιδιού στο Δημοτικό, για την ένταξη του στο Γυμνάσιο. Οι περισσότερες από αυτές τις ανησυχίες είναι πραγματικές και έχουν βάση. Θα ήθελα να μπορούσα να πω ότι το σύστημα παιδείας και η κατάσταση στα σχολεία βοηθά στο να μειωθούν, αλλά δεν μπορώ να το πω δυστυχώς. Χωρίς να αναιρώ τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που κάνουν κάποια σχολεία και εκπαιδευτικοί μεμονωμένα.
Θέλω να πω, δίνοντας λίγο χώρο στα συναισθήματα μας με αποδοχή και περιέργεια, μπορούμε να καταλάβουμε και τι μας συμβαίνει, τι τα προκαλεί. Μπορούμε είτε να μείνουμε λίγο με αυτά τα συναισθήματα χωρίς να τα προσπαθήσουμε να τα αποφύγουμε, να κάνουν τον κύκλο τους, να τα συζητήσουμε με ανθρώπους που μας ακούν πραγματικά, που νιώθουμε ότι μπορούν να μας στηρίξουν, να γράφουμε τις σκέψεις μας, ότι βοηθάει τον καθένα μας να βρούμε το κέντρο μας. Να είμαστε πιο ήπιοι και συμπονετικοί με εμάς.
Παράλληλα να μην φορτώσουμε την καθημερινότητα μας σε μια τέτοια μετάβαση, να ζητήσουμε βοήθεια σε άλλα κομμάτια που μας προκαλούν επιπλέον άγχος, να κάνουμε κάποια πράγματα που μας ευχαριστούν, να κοιμόμαστε καλά, για να βοηθήσουμε και εμάς να έχουμε περισσότερη διαύγεια.
Για να μπορέσουμε να αντισταθούμε και στον εκφοβισμό που πολλές φορές μας γίνεται είτε από κάποιους εκπαιδευτικούς, συγγενείς, φίλους και γνωστούς.
Πώς όμως μπορεί ένας γονιός να βάλει αυτό το όριο; Είναι εκεί, νιώθει ότι ο άλλος τον κατηγορεί, σε ένα περιβάλλον που δεν γνωρίζει και όπου εκείνος – δηλαδή ο παιδαγωγός- είναι ο ειδήμονας, η αυθεντία, και τον ακούει να του λέει «εσύ φταις που το παιδί σου δεν μπορεί να σε αποχωριστεί». Πώς το διαχειρίζεται, χωρίς να βγει επιθετικά και να πει «όχι, εσύ φταις» ή να κάνει φασαρία; Με δεδομένο μάλιστα ότι θα αφήσει το παιδί του σε αυτόν τον άνθρωπο… Πώς μπορεί να χτιστεί αυτή η σχέση συνεργασίας μεταξύ γονέα και παιδαγωγού;
Πολύ ωραία ερώτηση. Αρχικά θα ήθελα να αναφέρω ότι οι περισσότεροι από εμάς ερχόμαστε από μια γενιά όπου ο δάσκαλος και ο καθηγητής παρουσιάζονταν από την κοινωνία και τους γονείς μας ως η αυθεντία και η απόλυτη εξουσία. Αυτή ήταν η νόρμα τότε. Τέτοιες πεποιθήσεις είναι και βαθιά ενσωματωμένες και ριζωμένες στην μνήμη μας. Πολλοί από εμάς μπορεί να είχαμε τραυματικές εμπειρίες από το σχολείο. Πολλοί από εμάς δυσκολευόμαστε να αντιδράσουμε σε πρόσωπα τα οποία ερμηνεύουμε ως εξουσία. Σχεδόν ακινητοποιούμαστε. Αυτό το αναφέρω για να συμπεριλάβω την ευαλωτότητά μας στις προκλήσεις αυτές και να μειώσω έτσι τις προσδοκίες που μπορεί να έχουν οι γονείς από τους εαυτούς τους και οι άλλοι από τους γονείς. Για πολλούς από εμάς θέλει θάρρος και δύναμη να διεκδικήσουμε. Για άλλους σημαίνει ότι μπαίνουμε με θυμό και επίθεση, ακόμα και σε εκπαιδευτικούς που προσπαθούν, μόνο και μόνο επειδή τους ερμηνεύουμε ως εξουσία.
Όταν άφησα τον γιο μου 3 χρονών να τον αρπάξουν βίαια μέσα από τα χέρια μου ενώ σπάραζε – ακόμα με πονάει αυτό να το σκέφτομαι – και να τον ακούω να κλαίει απαρηγόρητο, μόνο του, σε ένα περιβάλλον καθόλου ζεστό και υποστηρικτικό, ενώ λάμβανα ένα απίστευτο κατηγορώ από τον διευθυντή καθώς έκλαιγα κι εγώ, αναρωτιόμουν τι με έκανε να μην ακολουθήσω αυτό που ούρλιαζε να κάνω το σώμα μου και να πάρω το παιδί μου από εκεί. Ήταν η δική μου εμπειρία ως παιδί απέναντι σε άτομα που με φρόντιζαν από μια θέση εξουσίας όμως… Έγινα, σε αυτό το μικρό γραφειάκι, 5 χρονών κι εγώ. Είχα σταματήσει να ακούω το σώμα μου από τότε.
Και εδώ θα πω ότι βοηθάει να μας γίνει συνειδητή, η όποια δυσκολία μας και αποδεκτή από εμάς πρώτα. Αν μας είναι πολύ επώδυνο, μπορούμε να ζητήσουμε τη βοήθεια του/της συντρόφου μας. Και στον εκπαιδευτικό να μπορέσουμε αυθεντικά και με ευαλωτότητα να επικοινωνήσουμε την αλήθεια μας. «Κατανοώ την θετική πρόθεση σας, αλλά δεν με βοηθάτε έτσι. Μου είναι δύσκολη η διαδικασία και δεν μου την κάνει αυτό που λέτε ευκολότερη».
Και να φροντίσετε τον εαυτό σας με όποιες κινήσεις χρειάζεστε. Είτε απομακρυνθείτε, πάρετε τον χρόνο σας, μιλήσετε με έναν δικό σας άνθρωπο και επανέλθετε, από μια πιο ενήλικη στάση τώρα, να επικοινωνήσετε με τον εκπαιδευτικό.
Οπότε αυτό το όριο μπορείς να βάλεις στον/στην εκπαιδευτικό και μετά να αναλογιστείς εσύ τι θα σε βοηθούσε, και να το ζητήσεις. Να είναι προϋπόθεση στο σχολείο που θα επιλέξεις κτλ. Δεν σημαίνει ότι απαραίτητα μπορεί να στο προσφέρει ο/η εκπαιδευτικός, αλλά θα ξέρει που βρίσκεσαι. O/H εκπαιδευτικός έχει πολλή εμπειρία και απαντήσεις. Μπορούμε να κάνουμε όσες ερωτήσεις θέλουμε, από μια ενήλικη και συναισθηματικά ήρεμη θέση.
Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό σε αυτή τη μεταβατική περίοδο οι γονείς να περιστοιχίσουν τον εαυτό τους με το «δικό τους χωριό», με ανθρώπους που τους στηρίζουν, που τους βοηθούν, που μπορούν να μιλήσουν με αυτούς χωρίς φόβο και ντροπή.
Νομίζω ότι ένα μεγάλο στοίχημα είναι το πώς θα νιώσουν οι γονείς ότι οι εκπαιδευτικοί είναι σύμμαχοι και όχι αντίπαλοι. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια αυξανόμενη κόντρα μεταξύ γονέων και δασκάλων σε παγκόσμιο επίπεδο. Στη Νότια Κορέα προ ημερών μια εκπαιδευτικός αυτοκτόνησε, γιατί δεν άντεξε την πίεση που δεχόταν από τους γονείς! Και οι γονείς είναι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι λένε «θέλω το παιδί μου να αριστεύσει, θέλω να του βάζεις περισσότερα για το σπίτι, έχετε μείνει πίσω, δεν προχωράτε», και υπάρχουν και άλλοι που λένε «εμένα το παιδάκι μου δεν τα καταφέρνει. Ζορίζεται. Γυρίζει το απόγευμα και κλαίει, δεν θέλει να διαβάσει»… Πώς μπορούμε να κερδίσουμε αυτό το στοίχημα, να είμαστε σύμμαχοι στο πλευρό των παιδιών;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο αυτό που λες. Έχω αρκετούς φίλους εκπαιδευτικούς που έχουν μεγάλο νοιάξιμο για τα παιδιά, και για αυτούς θέλω να μιλήσω, και συζητώντας μαζί τους, οι προκλήσεις τους είναι μεγάλες. Έχουν να αντιμετωπίσουν πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους ως γονείς, με διαφορετικό ιστορικό, με διαφορετικές προσδοκίες, και μέσα σε ένα σύστημα που τους περιορίζει αντί να τους διευκολύνει. Οι εκπαιδευτικοί είναι και αυτοί άνθρωποι. Δεν είναι υπεράνθρωποι, δεν είναι θεραπευμένοι, που δεν πυροδοτούνται ποτέ, οπότε και αυτοί έρχονται με τα προσωπικά τους θέματα. Επίσης δεν μπορούν να πάρουν το ρόλο του θεραπευτή ή του γονέα σε εμάς, δεν είναι υπεύθυνοι για τα δικά μας συναισθήματα όπως και εμείς για τα δικά τους.
Θα εστιάσω λίγο στην πρόθεση και των δύο και από ποιο σημείο έρχεται. Αν η πρόθεση έρχεται από μια συναισθηματικά φορτισμένη θέση, πολύ συχνά χάνουμε το στόχο μας, που είναι η συνεργασία για την θετική ανάπτυξη του παιδιού. Και έρχεται να γίνει απλά μια αλληλεπίδραση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που προσπαθούν να ικανοποιήσουν το εγώ τους ή να τροφοδοτήσουν κάποιες πεποιθήσεις / άγχη / στερεότυπα τους.
Οι εκπαιδευτικοί έχουν πολλή γνώση και βιωματική εμπειρία και διαφορετική σχέση με το παιδί. Οι γονείς έχουν πολλή εμπειρία και γνώση για το δικό τους μοναδικό παιδί. Η σχέση είναι ισότιμη. Δεν υπάρχει κάποιος που γνωρίζει καλύτερα. Στόχος μας είναι η συνεργασία, και η συνδημιουργία συνθηκών για την καλύτερη υποστήριξη του παιδιού. Ας μπούμε στις συζητήσεις μας ανοιχτοί να ακούσουμε, να αλλάξουμε γνώμη, να συνεργαστούμε, με λίγο περισσότερο εμπιστοσύνη αλλά και με υγιή οριοθέτηση στην επικοινωνία.
Έχεις δίκιο, είναι αυτοματοποιημένη αντίδραση, δεν είναι επιλογή σου εκείνη τη στιγμή, δηλαδή δεν επιλέγεις αυτό που λες ή κάνεις. Θυμάμαι, όταν προσπαθούσα να κρατάω την αυτόματη αντίδραση μου, καθόμουν μούγκα! Και ο γιος μου ξενέρωνε απίστευτα. Αλλά το προτιμούσα από το να πω ό,τι ασυνείδητο είχα και σιγά σιγά έφτασα στο σημείο να μπορώ να του λέω «Δεν ξέρω τι να σου πω αυτήν την στιγμή, αυτό που μου έρχεται να σου πω δεν θα μας βοηθήσει, θέλω να το σκεφτώ λίγο».
Πάντα μας δίνει το παιδί μας ένα σημάδι, όταν του λέμε κάτι σε μια τέτοια περίπτωση. Κάποιες φορές μπορεί να αντιδράσει και να αρχίσει μία αντιπαράθεση, «δεν είναι έτσι, δεν είναι αυτό, δεν θα μπορέσω να το κάνω αυτό». Σημαίνει ότι κάτι έχουμε χάσει, είναι σαν να μας λέει, δεν με ακούς τώρα.
Κάθε φορά που ο γιος μου έρχεται με κάτι δύσκολο και αντιδρώ αυτόματα προσπαθώ να έχω τις κεραίες μου ανοιχτές να δω πως αντιδρά. Και πολλές φορές μπορεί απλά να του πω «κάτι δεν πιάνω καλά τώρα με σένα» και μπορεί να μου πει «ναι!». Άρα θέλει περισσότερο χώρο. Δεν θα έχουμε κάθε φορά τη σωστή απόκριση. Βγαίνει αυτοματοποιημένο, είναι ο φόβος μας, είναι το τραύμα μας… Αν φτάσει σε σημείο που το παιδί μας έχει αρχίσει να μην μας μιλάει για όσα του συμβαίνουν, τότε ζητάμε βοήθεια για εμάς, είναι δύσκολο να το παλέψουμε μόνοι μας,
Δεν χρειάζεται κάθε φορά να πεις το σωστό ή κάθε φορά να συντονιστείς με το παιδί σου και να του δώσεις χώρο. Αλλά τουλάχιστον κάποιες φορές να το κάνεις και να βλέπει το παιδί την πρόθεση σου.
Επίσης, όσο περισσότερο ξεκούραστοι είμαστε, όσο περισσότερο φροντίζουμε τον εαυτό μας, τόσο δυσκολότερα πυροδοτούμαστε. Και όσο πιο διαυγείς και ξεκούραστοι είμαστε, τόσο πιο εύκολα μπορούμε να «πιάσουμε» αυτό που μας επικοινωνεί το παιδί μας.
Μαζί το πάμε με το παιδί, είμαστε σε μια σχέση και επικοινωνούμε, όχι τέλεια αλλά κάνουμε αυτό που μπορούμε και καθημερινά προσπαθούμε.