Στην πόρτα ενός φούρνου στάθηκε ένας φτωχός και με λαχτάρα κοίταζε τα ψωμιά που μοσχοβολούσαν, καθώς τα ξεφούρνιζε ο φούρναρης.
– Αφεντικό δικά σου είναι τα ψωμιά, του φώναζε
– Αμ τίνος να ναι!
– Τότε δώσε μου ένα ψωμάκι γιατί πεινάω
– Βρε φύγε από ιδώ… παράτα με..
– Αφεντικό, παρακαλούσε, συνέχεια ο φτωχός.
Θυμωμένος από την επιμονή του ο φούρναρης, του πέταξε στο κεφάλι ένα ψωμί για να τον κτυπήσει. Τότε έσκυψε ο φτωχός και το ψωμί έπεσε παραπέρα. Το έπιασε και καθισμένος σε μια πέτρα, το έφαγε. Τα μεσάνυχτα ο φούρναρης ξύπνησε ανάστατος.
Γυναίκα, φώναξε. Είδα στ’ όνειρό μου πως πέθανα και μαζεύτηκαν γύρω μου – Άγγελοι και σατανάδες και ζύγιζαν τις αμαρτίες μου. Οι τρισκατάρατοι φόρτωναν τη ζυγαριά και οι Άγγελοι δεν βρήκαν τίποτα καλό δικό μου να βάλουν στην άλλη πλευρά. Τότε ένας Άγγελος θυμήθηκε το καρβέλι που πέταξα στο φτωχό, και είπε «χόρτασε, όπως και να ναι, ένα πεινασμένο» το έβαλε στη ζυγαριά και μου έδωσε την ευχή του. Η ζυγαριά τότε έγειρε και σώθηκα. Γι αυτό άλλη φορά δεν θα σε μαλώνω που δίνεις. Δίνε και μη σταματάς. Αυτό θα κάνω κι εγώ.
«Ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεόν». Κανείς δεν έγινε φτωχός από την ελεημοσύνη. Όταν δίνεις πλουτίζεις. Όταν μαζεύεις φτωχαίνεις. Το καρβέλι έγινε σωσσίβιο σωτηρίας για το φούρναρη.
Θεόδωρος Βλαχόπουλος
Θεολόγος