Της Φωτεινής Τσιτσώνη-Καβάγια
Μια επέτειος ιστορική, μα, και πικρή συνάμα μνήμη για την Ι.Π. του Μεσολογγιού! Για την πόλη, στην οποία ζούσε κάποτε ένας λαός, τόσο δυνατός, που, έζησε στον τόπο του σκλάβος, ενός άλλου βάρβαρου λαού, για τέσσερις αιώνες!… Και οι κάτοικοι του τόπου αυτού ως μάρτυρες, ακριβά πλήρωσαν τη λευτεριά τους, με αντίτιμο την ίδια τους τη ζωή!
10 Απριλίου 1826! Κι ήταν άνοιξη! Κι ήταν η χαρά της Γης! Μήνας Απρίλης, που, όλα ανοίγουν, όπως φανερώνει και το όνομά του, που «ξεπετάγεται» έτσι λουλουδιασμένο, μέσα από ένα λατινικό ρήμα, aperire, που θα πει: ανοίγω. Η άνοιξη όμως εκείνη, του 1826, ήταν μια άνοιξη αλλιώτικη για τους μάρτυρες της πόλης αυτής, της πόλης, που έζησε το δράμα ενός μυριοδοξασμένου χαλασμού.
10 Απριλίου 1826! ΕΞΟΔΟΣ! Μια μέρα, που κι οι πέτρες ράγισαν από θλίψη για τη θυσία των μαρτύρων Εξοδιτών! Ήταν τότε, που… «όλη η πεδιάς έβραζε από την ανταυγάζουσα φωτιάν, η δε λαμπράδα εσκορπίζετο έως το Βασιλάδι και την Κλείσοβα. Φούρνος αναμμένος εφαίνετο η πόλις!…», κατά τον απομνηματογράφο Κασομούλη. Η πόλις…που, και κατά τον ποιητή Μ.Μαλακάση, πρέπει.. «να περνούν μπροστά της, όλης της Γης τα ζωντανά και τ’άψυχα και να λένε προσκυνώντας την προσευχή τους!».
Κι η θυσία του Μεσολογγιού τότε, στ’αλήθεια προσέφερε εκείνο, που, άμα μπει μες στο αίμα σου, δεν σου επιτρέπει ν’αγαπάς άλλο, απ’ το Θεό και την Ελλάδα!..
«Ύστερα απ’την αγάπη του Θεού, είναι η αγάπη της πατρίδας!». Αυτό ήταν που πίστευε και ο αγιασμένος Ιεράρχης του Μεσολογγιού, Ιωσήφ Ρωγών, και, που έγινε βίωμα της βιοτής του στην επίγειά του ζωή.
IΩΣΗΦ ΡΩΓΩΝ Ο ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΚΑΙ Η Ι.Π.ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
H μεσαιωνική πόλη και το κάστρο των Ρωγών δεσπόζουν ανάμεσα Νέας Κερασούντας και Πέτρας, στο νομό Πρέβεζας, στη θέση του αρχαίου Βουχέτιου του 4ου αι., που παρήκμασε από επιδρομές των Κασσωπαίων Ηπειρωτών και αργότερα καταστράφηκε από τους Ρωμαίους, για να επανιδρυθεί από τους Βυζαντινούς στα χρόνια του Δεσποτάτου της Ηπείρου, που το οχύρωσαν, και το επανίδρυσαν ως τα τέλη του 13ου αι., όταν, το κατέλαβαν οι Λατίνοι της Κάτω Ιταλίας, για να κυριευτεί στη συνέχεια από Σέρβους στα μισά του 14ου αι., ενώ, στα χρόνια της παρακμής του Βυζαντίου, Ενετοί και Λατίνοι της Κάτω Ιταλίας επανακατέλαβαν αρκετές φορές το κάστρο των Ρωγών, που, τελικά καταστράφηκε κατά τον ενετοτουρκικό πόλεμο του 1684-1699.
Σήμερα, στην περιοχή, σώζονται τα ερείπια του κάστρου και μια μικρή εκκλησιά αναπαλαιωμένη, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, καθώς, και μια σχετική πινακίδα, που, θυμίζει το πέρασμα του Εθνομάρτυρα Ιωσήφ των Ρωγών από τον τόπο εκείνο.
Η λέξη Ρωγοί, πιθανόν, προέρχεται από τη λέξη αρωγή, που σημαίνει βοήθεια, επειδή η περιοχή αυτή κατά το μεσαίωνα, λειτουργούσε ως τόπος προστατευτικός των εκεί κατοικούντων από επερχόμενες επιδρομές των Σλάβων και των Βουλγάρων.
Νότια του κάστρου ρέει ο ποταμός της Ηπείρου, Λούρος. Ως πρώτοι άποικοι του χώρου αυτού, αναφέρονται τον 8ο π.Χ.αι., οι Ηλείοι, που, προωθούσαν μέσω του πλωτού ποταμού, Λούρου, την ξυλεία και τα τοπικά τους προϊόντα.
Στα πρώτα, λοιπόν, χριστιανικά και στα βυζαντινά χρόνια, η Μητρόπολη Ρωγών, ήταν ονομαστή. Αργότερα όμως άρχισε να παρακμάζει και ως έδρα Επισκοπής υποτάχτηκε στη Μητρόπολη Άρτας, ενώ, στους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας έμεινε ως τίτλος.
Και οι προεπαναστατικοί μήνες τον καιρό εκείνο ήταν αρκετά τραγικοί για τη Δυτική Ελλάδα, αφού, μαστιζότανε από τη βαρβαρότητα του Χουρσίτ, που, πολιορκούσε την έδρα του Αλή Πασά, χτυπούσε μοναστήρια κι Εκκλησίες, βασάνιζε κι εξόριζε ιερωμένους, μεταξύ των οποίων και τον Επίσκοπο Άρτας, Πορφύριο. Από την οργή μάλιστα του Τουρκαλβανού, δε γλίτωσε ούτε κι ο Ρωγών Ιωσήφ, που, για δεύτερη φορά βρέθηκε κλεισμένος σε σκοτεινό κελί της φυλακής.
Εν τω μεταξύ, στην Πελοπόννησο, ξέσπασε η Επανάσταση, το σύνθημα της οποίας δόθηκε από την Άγια Λαύρα, με τον Επίσκοπο Παλαιών Πατρών Γερμανό και τους αγωνιστές επαναστάτες. Τότε ήταν, που, αρματολικά στρατεύματα έζωσαν και την πόλη της Άρτας και ένα μέρος της περιοχής απελευθερώθηκε από τα στρατεύματα του Χουρσίτ. Κι ήταν τότε πάλι, που, άνοιξαν οι φυλακές κι απελευθερώθηκαν πολλοί κρατούμενοι, μεταξύ των οποίων και ο Ρωγών Ιωσήφ.
Και στη συνέχεια, ενώ η Επανάσταση ήδη είχε ξεσπάσει, θα συναντήσουμε τον ηρωικό Ιεράρχη να παίρνει μέρος στη μάχη του Πέτα με τον Αλ. Μαυροκορδάτο και το σώμα των Φιλελλήνων, ενώ, μετά τη συντριπτική ήττα του φιλελληνικού σώματος εκεί, βρίσκουμε τον Ιωσήφ, να περιοδεύει τη Δυτική Ελλάδα, τονώνοντας το λαό της τις δύσκολες αυτές ώρες της συμφοράς. Και περιδιαβαίνει την ορεινή Αιτωλοακαρνανία, εμψυχώνοντας τους αγωνιστές, οργανώνοντάς τους σε στρατόπεδα.
Ακολουθεί η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, στα 1822, από τους Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη. 10.000 Τουρκαλβανοί, εξολοθρεύουν τους πυρήνες της Εθνικής αντίστασης και καταδιώκουν τον Ιωσήφ με τα παλικάρια του, που, καταφεύγουν στο Μεσολόγγι, το οποίο ήδη έχουν περιζώσει τα στρατεύματα των κατακτητών και το οποίο, πάση θυσία ήθελαν να κατακτήσουν, καθότι ήταν όπως το’λεγαν, «κλειδί της Ρούμελης και του Μοριά κολόνα». Η στρατηγική του σημασία ήταν αρκετά μεγάλη, αφού, ήταν το σημαντικότερο πέρασμα της Δυτικής Ελλάδας προς την Πελοπόννησο, όπου, και το στρατόπεδο των Οθωμανών στην Τριπολιτσά.
Το Μεσολόγγι ως τότε είχε υποστεί δυο ξεθεμελιωμούς. Ο πρώτος ήταν στα 1715, όταν απ’αυτό πέρασαν οι Τουρκαλβανοί, για να ξεκαθαρίσουν την Πελοπόννησο από τους Βενετούς και η δεύτερη στα 1770, στα Ορλωφικά, όπου, στο αποτυχημένο και αβοήθητο αυτό προεπαναστατικό κίνημα, υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή, τόσο το ναυτικό όσο και η ίδια η πόλη, που καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους κατακτητές. Χάρη όμως στο εμπόριο, με το οποίο ασχολούνταν οι κάτοικοι, αλλά και στη βοήθεια που δέχτηκαν οι ίδιοι από τα Επτάνησα, η πόλη ξαναγεννήθηκε κι έγινε από τα πρώτα χρόνια του ξεσηκωμού σπουδαίο στρατιωτικό κέντρο, παρότι ήταν πολύ μικρή σε έκταση, και με ένα «τείχος απύργωτο, ακατασκεύαστον επί σαθρών θεμελίων…εν μέρει πέτρινον, εν μέρει πλίθινον, εφ’ου έκειντο δεκατέσσερα παλαιά σιδηρά κανόνια…».
Μπορεί όμως να μην είχε πύργους και οχυρά το Μεσολόγγι, είχε γενναίους υπερασπιστές. Μεταξύ αυτών ξεχώριζαν ο Μητροπολίτης Πορφύριος, ο Επίσκοπος Ιωσήφ, ο Αλ. Μαυροκορδάτος, οι προεστοί της πόλης Αναστάσιος Παλαμάς, Αθανάσιος Ραζηκότσικας, πολλοί Σουλιώτες οπλαρχηγοί, ο μεγάλος ήρωας και καπετάνιος των Σουλιωτών, Μάρκος Μπότσαρης, που, διαπραγματευόταν με τους κατακτητές προκειμένου να καθυστερεί την επίθεσή τους περιμένοντας βοήθεια από τη λιμνοθάλασσα. Τελικά, η πόλη σώθηκε χάρη στη θυσία του Γιάννη Γούναρη, Έλληνα, κυνηγού του Ομέρ Βρυώνη, που, πρόδωσε το μυστικό της επίθεσης των Τούρκων, πως, ξημερώνοντας η γιορτή των Χριστουγέννων, θα προσπαθούσαν να καταλάβουν την πόλη, επειδή πίστευαν πως οι χριστιανοί θα γιόρταζαν τη γέννηση του Χριστού στις Εκκλησιές, ενώ, τους περίμεναν στις πολεμίστρες. Oι Μεσολογγίτες τότε, σαν λιοντάρια πολέμησαν τον εχθρό, νίκησαν, και πανηγύρισαν τη νίκη τους δοξολογώντας το Θεό.
Όταν όμως έσβησαν οι ιαχές της νίκης, άρχισαν οι εμφύλιες διαμάχες, με, τον αχαλίνωτο ανταγωνισμό μεταξύ των οπλαρχηγών, τον οποίο ως συνετός ιεράρχης ο Ιωσήφ Ρωγών προσπαθούσε να εξαλείψει ,έχοντας ως συμπαραστάτες στο έργο του αυτό δυο μεγάλους φιλέλληνες, τον Ελβετό Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ και αργότερα, όταν ήρθε στο Μεσολόγγι το 1824, το λόρδο Βύρωνα, με τον οποίο συνεργάστηκε στην εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», ενώ, συγχρόνως τους χρησιμοποιούσε όταν οι διαφωνίες και οι αντιζηλίες κυριαρχούσαν στην αιματοβαμμένη πόλη, για να κατευνάζουν τα πνεύματα της αντιζηλίας!… Κυρίως όμως, ο Ιωσήφ, είχε συνδεθεί με φιλία με το Λόρδο Βύρωνα, που, μαζί συζητούσαν για τα προβλήματα της πόλης, και, προσπαθούσαν να βρουν τρόπους για να καταπνίγουν τις γκρίνιες και τις μικροφιλοδοξίες των πολεμάρχων και των πολιτικών αρχηγών της πόλης.
Και, 15 Απριλίου 1825, αρχίζει η μεγάλη πολιορκία από τον Κιουταχή, με αποκλεισμό στεριάς και θάλασσας, που, ανοίγει τάφρους, κατασκευάζει χαρακώματα, προμαχώνες και πλησιάζει προς το τείχος, ενώ, από τη μεριά της θάλασσας ο τουρκικός στόλος διακόπτει κάθε ανεφοδιασμό της πόλης με την υπόλοιπη Ελλάδα. Ακολουθούν άγριες έφοδοι των Οθωμανών και στην τούρκικη προσταγή «Παραδώστε τα κλειδιά της πόλης», η απάντηση είναι: «Εις την ρομφαίαν κρέμονται…».Κι οι ντάπιες βροντούσαν», ενώ, τα καριοφίλια «τραγουδούσαν» ολημερίς… Και ο τουρκικός στρατός και στόλος αντίστοιχα κατατροπώνονται από τα παλικάρια του Καραϊσκάκη και Τζαβέλα στη στεριά και του Μιαούλη και Σαχτούρη στη θάλασσα.
Και αφού ο Κιουταχής δεν μπορούσε μόνος του να πορθήσει την πόλη, στα τέλη του 1825, ο τουρκοαιγύπτιος Ιμπραήμ ζώνει την πόλη από στεριάς και θάλασσας με 25.000 στρατό, πεζούς και καβαλάρηδες, ενώ, η θέση των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» γίνεται δεινή και αξιοθρήνητη!
Κι ο σεμνός ιεράρχης, Ιωσήφ, καλεί τους κατοίκους της πόλης, ντόπιους και ξένους, ιερείς και λαϊκούς να βοηθήσουν στην επιδιόρθωση του τείχους και των πολεμίστρων, στο όνομα του «Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού». Τους καλεί με εγκύκλιό του στις ντάπιες, «ο μεν με το τσαπί, ο δε με φτυάρι…» και να δουλεύουν όλοι με πατριωτισμό, για να απαλλαγούν από τον κίνδυνο. Και υπογράφει την εγκύκλιο: «1825 Δεκεμβρίου 19 Μεσολόγγιον…Ο Ρωγών Ιωσήφ και εν Χριστώ ευχέτης πάντων Υμών». Κατ’αυτόν τον τρόπο δυνάμωσε τη φλόγα που έκαιγε στις καρδιές των Μεσολογγιτών, ωθώντας τους έτσι όλους να ριχτούν στη δουλειά, με πρώτον απ’όλους αυτόν τον ίδιο, που, με τα ράσα ζωσμένα στη μέση, κουβαλούσε πέτρες, λάσπη και νερό για την επισκευή του τείχους, ενώ, ο στρατηγός Αρτέμης Μίχος στα απομνημονεύματά του σημειώνει: «Οπουδήποτε εγένοντο εργασίαι προς υπεράσπισιν του φρουρίου, ο αείμνηστος ούτος λειτουργός του Υψίστου, παρίστατο μετά του κλήρου, προτρέπων τους εργαζομένους και μετακομίζων ο ίδιος επί των ώμων του πέτρας, ξύλα και χώμα και λοιπόν υλικόν». Πολύ συχνά στα «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», την εφημερίδα, που έγραφε ο Μάγερ, ο ακούραστος Δεσπότης συχνά εξυμνείτο για την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία του. Ήταν πραγματικά ένα παράδειγμα προς μίμηση, οπότε, ακολουθώντας τον, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ρίχνονταν στη δουλειά, διορθώνοντας το φρούριο.
Η πολιορκία όμως γίνεται όλο και πιο στενή από ξηράς και θάλασσας, αλλά, οι ατρόμητοι πρόμαχοι όντες αποδεικνύονται απτόητοι, μπροστά στο μαρτύριο της πείνας που υφίστανται, που, πράγματι ήταν μια σκληρή, πολύ σκληρή δοκιμασία.
Κι ο αγιασμένος ιεράρχης με όλον τον κλήρο της πόλης, συμπάσχουν μαζί με όλους τους κατοίκους της μαρτυρικής πολιτείας. Κι ήταν ο Ρωγών ένα ζωντανό παράδειγμα αυτοθυσίας για όλους. Μέρα και νύχτα, ρακένδυτος και πεινασμένος περνοδιάβαινε τα δρομάκια και τα στενά της πόλης εμψυχώνοντας κι ενθαρρύνοντας το λαό, κρατώντας στα χέρια του τον Τίμιο Σταυρό,… «παρηγορών άπασαν την εν Μεσολογγίω φρουράν…»…. «Εκατοντάκις και πλέον, ο λειτουργός αυτός του Υψίστου, εν καιρώ μαχών, περιήρχετο τους προμαχώνας του φρουρίου, ευλογών και ενθαρρύνων τους πολεμιστάς», θα γράψουν οι απομνηματογράφοι.
Και η πολιορκία του Ιμπραήμ γίνεται συνεχώς στενότερη. Τα «μάτια» της Λιμνοθάλασσας, πέφτουν. Το Βασιλάδι, τα μικρά νησάκια, το Αιτωλικό…Κι ύστερα από όλα αυτά, ο Τουρκοαιγύπτιος στρατηλάτης ζητά τη συνθηκολόγηση και παράδοση του Μεσολογγιού. Κι είναι τότε πάλι, που, ο ακούραστος ηγέτης, Ρωγών, δίνει ηρωικό αίσθημα στα παλικάρια του: «Θάνατος με τα όπλα ανά χείρας…». Κι οι Μεσολογγίτες απαντούν:… « Αποθνήσκομεν, αλλά δεν προσκυνούμεν…».
Κι ύστερα έγινε ό,τι αποφάσισε ο Θεός…
Κι ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, θα τραγουδήσει με την ποιητική του πένα: «Το Μεσολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο, δεν παραδίδει τ’άρματα, δε σκύβει το κεφάλι, κρατεί για νεκροθάφτη του το Χρήστο, τον Καψάλη. Το ράσο του δεσπότη του κρατεί για σάβανό του, και φλογερό μετέωρο πετά στον ουρανό του, και θάφτεται ολοζώντανο…»
Ο Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ, θα γράψει στα «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ»: «Κατηντήσαμε εις τοιαύτην ανάγκην, ώστε, να τρεφώμεθα από τα πλέον ακάθαρτα ζώα. Υποφέρομεν φριχτά από πείνα και από δίψα. Προσεβλήθημεν από διαφόρους ασθενείας. Περισσότεροι από εκατό χιλιάδες βόμβαι ριφθείσαι από τον εχθρόν, κατέστρεψαν τους προμαχώνας και τα οικήματά μας. Το ψύχος μας βασανίζει ένεκα της παντελούς ελλείψεως ξύλων. Χίλιοι τεσσαράκοντα από τους αδελφούς μας έχουν ήδη αποθάνει»…Και πιο κάτω σημειώνει:
« Με όλας τας στερήσεις ταύτας, είναι αξιοθαύμαστον θέαμα να βλέπει κανείς το θάρρος και το υψηλό φρόνημα της φρουράς μας. Εις ολίγας ημέρας όλοι αυτοί ο γενναίοι, θα είναι σκιαί μόνον αγγέλων, μάρτυρες, ενώπιον του θρόνου του Θεού, της αδιαφορίας του χριστιανικού κόσμου. Η ληφθείσα απόφασή μας είναι να υπερασπίσωμεν σπιθαμήν προς σπιθαμήν το έδαφος του Μεσολογγίου και να συνταφιασθώμεν στα ερείπια του Μεσολογγίου παρά να ακούσωμεν πρότασιν περί παραδόσεως. Ζώμεν τας τελευταίας μας στιγμάς…».
Κι ήταν εκείνη την πολύ τραγική στιγμή για την πόλη, που, ακούστηκε η συγκλονιστική φωνή του αγιασμένου Ιεράρχη στη συνέλευση που έγινε στο σπίτι του Τζαβέλα, όπου είχε παρθεί από όλους η απόφαση να φονευτούν οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά, για να μην προδοθούν από τις κραυγές τους κατά την ώρα της Εξόδου.
Κι ήταν τότε πάλι κατά την τραγική εκείνη στιγμή, που, ο Ιωσήφ, ξεσπώντας σε κλάματα, ανεφώνησε: «Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος, εάν τολμήσετε να πράξετε τούτο, θυσιάσετε πρώτον εμένα…». Και τα δάκρυα του ποιμενάρχη ήταν τότε, που, μαλάκωσαν τις καρδιές των οπλαρχηγών τις καρδιές, που αποφάσισαν όλοι μαζί να ακολουθήσουν το δρόμο της μεγάλης θυσίας.
Κι ύστερα, ξημερώνοντας το Σάββατο του Λαζάρου, 9 Απριλίου 1826,κι ύστερα από την τελευταία τους λειτουργία και την τελευταία μετάληψη από τα χέρια του Ιωσήφ, εκεί, στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, ο ποιμενάρχης ξεκίνησε για την τελευταία σύσκεψη των οπλαρχηγών, εκεί, στην ντάπια του Μακρή. Συγχωρημένοι, ενωμένοι κι αδερφωμένοι όλοι τους τραβούσαν για τη μεγάλη θυσία… Κι ακούστηκε τόσο βαριά η φωνή του Ιωσήφ, όταν διάβαζε αργά αργά το σχέδιο της Εξόδου:
«Εν ονόματι της ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, βλέποντες τον εαυτό μας, το στράτευμα και τους πολίτας εν γένει μικρούς και μεγάλους παρ’ελπίδα υστερημένους από όλα τα αναγκαία της ζωής… και ότι, εάν μίαν ημέρα υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι…αποφασίσαμε ομοφώνως η έξοδός μας να γίνει βράδυ εις τας δύο ώρας της νυκτός, της 10 Απριλίου, ημέρα Σάββατο, ξημερώνοντας των Βαϊων , έρθει δεν έρθει βοήθεια, κατά το εξής σχέδιον…».
Κι ο Ιωσήφ έλεγε κι ο Κασομούλης έγραφε… Κι η λαϊκή μούσα, χρόνια μετά, θα ψάλλει αποθανατίζοντας τα γεγονότα.
….Κι ήτανε Κυριακή Βαγιών,
Σαββάτο του Λαζάρου
κι άκουσα μέσα κλάματα,
δάκρυα και μοιρολόγια.
Δεν έκλαιγαν το σκοτωμό
κι ούτε για τα κουφάρια,
μόν’έκλαιγαν για το ψωμί,
όπ’έλειψε τ’αλεύρι…
Κι όλοι τους οι Εξοδίτες, ύστερα, κρατώντας την ανάσα τους, ετοιμάστηκαν, «στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων, δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι έλεύθεροι να μείνουν, εκείθε με τους αδερφούς, εδώθε με το χάρο!…».
Εμπρός, εμπρός! Για τον Χριστό και την πατρίδα!…Μια αληθινή πολεμική καταιγίδα! Φρίκη, πόνος, αίμα κατά την Έξοδο κι ανάμεσα σ’όλα αυτά και μια μοιραία φωνή: «Πίσω, πίσω, στις ντάπιες, στα κανόνια!». Κι ήταν αυτό η χαριστική βολή, αφού, μέσα σε παραλήρημα τρόμου και φρίκης, έτρεξαν όλοι να γυρίσουν στην πόλη εκείνη τη στιγμή όπου ακουγόταν η σπαραχτική κραυγή του γέροντα Καψάλη: «Μνήσθητί μου, Κύριε!…».
Και σε λίγο έμελλε ν’ ακουστεί και η φωνή του αγιασμένου ποιμενάρχη Ρωγών Ιωσήφ, απ’ τ’ απομεινάρια του Ανεμόμυλου, εκεί, στα νοτιοδυτικά της πόλης, όπου, μαζί και με άλλους υπερασπιστές κλείστηκαν και αμύνθηκαν με δύναμη απίστευτη στη λυσσαλέα επίθεση των εχθρών για δυο μέρες, ώσπου, ξημερώνοντας η Μ.Δευτέρα, του 1826, έφτασε η τραγική στιγμή και πιστεύοντας πως δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά συγκέντρωσε την εναπομείνασα πυρίτιδα και βάζοντας φωτιά, αναφώνησε: «Ο Κύριος, αποθανόντας ημάς υπέρ του αυτού νόμου, εις αιώνιον αναβίωσιν ζωής ημάς αναστήσει»… Και… το χώμα βάφτηκε κόκκινο… !
Το πιο τραγικό όμως από όλα, ήταν, πως ο αγιασμένος Ιεράρχης, Ιωσήφ Ρωγών, αιμόφυρτος, μισοκαμμένος και ημιθανής, έπεσε στα χέρια των Τουρκοαιγύπτιων, που, αλαλάζοντας από χαρά, επειδή τον αναγνώρισαν, τον απαγχόνισαν κρεμώντας τον στη μισογκρεμισμένη πόρτα του Ανεμόμυλου. Έτσι, ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ φεύγοντας τόσο τραγικά απ’ την πρόσκαιρη αυτή ζωή, αναστήθηκε στην αιώνια και στην καρδιά του Έθνους μας! Δίκαια, ο στρατηγός Σπυρομήλιος στα απομνημονεύματά του τον χαρακτηρίζει ως «πατέρα της Ελλάδος».
Η Ι.Π. του ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ, κλείνει ευλαβικά το γόνυ μπροστά στην αγιασμένη αυτή μορφή του Εθνομάρτυρα και Ποιμενάρχη. Αιωνία η μνήμη του!