Απο την Στέλλα Μπεκατώρου
«Λοιπόν. Έχουμε και λέμε, δυο καζάνες βραστό, μια χέλι μ’ανιθοκρέμμυδο στο νταβά, μια χορτόπιτα να ψήνεται. Ξέχασα κάτι; Δε νομίζω. Κι όμως γιατί νιώθω πως κάτι ξεχνάω; Άτιμη Νεκταρία που φεύγεις τέτοιες μέρες και δεν υπάρχει άνθρωπος να βάλει σε σειρά το χάος στο κεφάλι μου!»
Ναι, σιγά μη και καθόταν η Νεκταρία να ακούει νταούλια και ζουρνάδες 5 μέρες σερί. Και που δεν έφυγε για Άρτα απ’της Αναλήψεως που ξεκίνησαν να «βαράνε», χάρη της είχε κάνει. Σήμερα όμως πρωί πρωί κιόλα την έκανε για πάνω χωρίς πολλά πολλά.
Δε πειράζει, περίμενε την Αγγελική που θα ανέβαινε από Αθήνα σήμερα αλλά τώρα, τούτη τη στιγμή που ήθελε κάποιον να της λέει δυνατά αυτά που είχε να κάμει, δεν υπήρχε ψυχή.
-Τσουπί καλημέρα! Έτοιμη η πίτα;
-Καλώς το Θωμάκο! Όχι ακόμα Πασά’μ , θέλει κανά μισάωρο. Τι ώρα θα ξεκινήσετε;
-Κατά τις 7 – 7,30 θα βγούμε μαρέ κι έλεγα άμα την είχες έτοιμη, να την πήγαινα πέρα.
-Άκου τι θα κάμουμε. Πήγαινε εσύ να ετοιμαστείς με την ησυχία σου και μόλις γίνει η πίτα, τη πάω εγώ στο μαγαζί για πάνω, σύμφωνοι;
-Έγινε τσούπα’μ! Α και που ‘σαι; Τη μηχανή να φορτίσεις ε; Να ρολλάρει η κάμερα κοπελιά…
Της είπε χαμογελώντας σχεδόν γλυκόπικρα.
-Α γεια σ’ βρε Θωμά!! Μολίς μου θύμισες τι είχα ξεχάσει!!
Βγήκε απ’τον πάγκο, έβγαλε τη ποδιά, τίναξε και το περισσευούμενο αλεύρι απ’τα χέρια της κι έβαλε τη μηχανή να φορτίζει. Ξαφνικά όλα είχαν πάρει τη θέση που τους έπρεπε. Τα φαγητά ήταν έτοιμα κι η καρδιά εδώ και καιρό στη θέση της, έχοντας γιάνει από όλα όσα τη βάρυναν.
«Ξέρεις εσύ Κυρά και τι μου δίνεις και τι μου παίρνεις» σκέφτηκε και έλυσε τα μαλλιά της.
-Καλησπέρα
Φωνή απ’το πουθενά. Γύρισε το βλέμμα κι είδε πάλι την ίδια φιγούρα.
-Επ! Συνήθειο το ‘χεις να μου κόβεις το αίμα ε;
-Πάλι στον ύπνο σ’επιάσα;
-Ε μα! Λες και ξέρεις πότε είμαι αφηρημένη! Τι έγινε, η μηχανή σ’άφησε ξανά στα μισά Καπετάνιο;
-Καπετάνιο; Ε όχι και Καπετάνιος!
-Ξέρω εγώ τι λέω κι ας μου πες τη προηγούμενη φορά πως στα λέω περίεργα. Θυμήθηκα μετά από μέρες ποιόν ήρωα της Επανάστασης μου θύμισες.
-Ωπα! Αυτό τώρα σηκώνει κουβέντα!!
-Λες ε; Κι αν στα πω πάλι περίεργα;
-Μωρ’ πες εσύ και βλέπουμε.
-Τον Καπεταν Λιάκο το Μαυρομιχάλη, τον πρωτότοκο του Πετρόμπεη. Χαμένη ευκαιρία για τον Αγώνα. Γνωστός απ’τα μικράτα του για την ανδρεία και τις αρχηγικές του ικανότητες. Τον έφαγαν νωρίς οι Τούρκοι κι έστειλαν και δώρο το κεφάλι του στο Σουλτάνο στη Πόλη.
-Χμ λες να κινδυνεύει και το δικό μου το κεφάλι;
-Κοίτα δε ξέρω πως πάς από αρχηγικές ικανότητες και ποιος μπορεί να στα ‘χει φυλαγμένα, μα στα μούτρα πάντως του μοιάζεις πολύ.
-Ήταν όμορφος σα κι εμένα;
Της είπε γελώντας.
-Η ομορφιά είναι στα ματιά αυτού που τη βλέπει Καπετάνιο.
-Να τα πάλι τα περίεργα!!
-Να σου πω δε μου λες τι με θες γιατί αν ανοίξουμε τέτοια κουβέντα τώρα, θα πάνε πίσω όλες οι δουλειές μου;
-Ήρθα να πάρω τη μια καζάνα βραστό που σου παρήγγειλε ο Νικηφόρος.
-Έλα; Εκεί θα ΄σαι καμάρι’μ κι εσύ;
-Εκεί είμαι κάθε χρόνο δε μας έχεις δει;
-Μωρέ εκείνους ναι, εσένα όχι. Αν κι εσένα σε έχω τραβήξει Βαγιώνε. Κάποια στιγμή αν σε ξαναφέρει ο δρόμος σου, θύμησέ μου να σου δείξω τις φωτογραφίες.
-Θα με φέρει. Έχουμε αφήσει και κουβέντες στη μέση κι είπες πως κάνεις κι ωραία κερασόπιτα .
-Μωρέ εγώ τη κάνω ναι αλλά εσύ δε θα περάσεις.
-Γιατί το λες αυτό;
-Ξέρω εγώ τι λέω, μα δε πειράζει. Στο ξανάπα κιόλα, δική σου η χασούρα.
Γύρισε τη πλάτη και σε λίγα λεπτά επέστρεψε με τη καζάνα.
-Τα λέμε πάνω Τσούπα. Καλές Αντάμωσες!
-Γειά σου Καπετάνιο.
Έβγαλε τη πίτα απ’το φούρνο και πήγε να ετοιμαστεί. Σε λίγη ώρα έφτασε κι η Αγγελική.
-Καλως το κορτσούδ’ μ!!
-Αγάπηηηηη!!! Τι κακός χαμός είναι αυτός παιδάκι μου; Ανάστα η πολή! Κι εγώ από «χωριό» είμαι κοπελιά κι εμείς κάνουμε πανηγύρια, αλλά ετούτο εδώ το πράγμα είναι από αλλού!
– Κι ακόμα δεν είδες τίποτα! Αντοχές θέλω μόνο να ΄χεις γιατί δε ξέρω αν θα τη παλέψεις 3 μέρες με νταούλια και ζουρνάδες.
-Ωχ! Πάμε και βλέπουμε.
Ανέβασαν τα πράγματα της Αγγελικής στο σπίτι, φορτώθηκαν τους νταβάδες με τη πίτα, το χέλι και τη καζάνα με το βραστό και πήραν το δρόμο για τη Λία. Μπήκαν, χαιρέτησαν, άφησαν και τα φαγητά, δώσανε ευχές και συστάσεις και αφού κανόνισαν τα της ανάβασης στο μοναστήρι, βγήκαν ξανά στο δρόμο.
Πήρε η Στεφανία την Αγγελικούλα απ’το χέρι κι άρχισε να την σεργιανάει στους δρόμους γύρω απ’τη πλατεία. Φασαρία, φωνές, χαμόγελα, νταούλια και ντουλαμάδες. Κιουστέκια να λαμπιρίζουν στον απογευματινό ήλιο και γυφταίοι να παίζουν δυνατά.
-Τι κοιτάς καλέ; Πρώτη φορά με βλέπεις;
Ρώτησε την Αγγελική η Στέφη γελώντας
-Ξέρεις κάτι; Πάντα φοβόμουν γι’αυτή σου την απόφαση. Να τα παρατήσεις όλα και να φύγεις έτσι ξερά. Έλεγα στον εαυτό μου «που πάει μωρέ το αλαφροΐσκιωτο μου μοναχό του;» Κι όμως τώρα που σε βλέπω εδώ, λέω στον εαυτό μου πως μόνο εδώ έπρεπε να σαι τελικά!
-Αγάπη γλυκιά στα λεγα μαρέεεε! Μόνο αν με έβλεπες εδώ, πως λειτουργώ, πως είμαι, πως ανασαίνω εδώ περά, θα καταλάβαινες.
-Αυτό που σου βγαίνει το μεσολογγίτικο και στο πως μιλάς εντωμεταξύ, δε θα το σχολιάσω καν! Πες μου όμως από φίλους, παρέες, ανθρώπους δικούς σου;
-Λίγους και καλούς κι αυτούς με το σπαθί μου και τον κόπο μου! Είναι μυστήρια τραίνα οι Μεσολογγίτες. Δεν ανοίγονται εύκολα, περιμένουν να δουν τι «φρούτο» είσαι. Και πάνω που λες πως τους έχεις κερδίσει, αυτοί κάτι θα βρουν για να σε ξαναπεράσουν εξετάσεις. Παλιότερα ίσως και να με πείραζε, τώρα ούτε καν! Άσε που πιστεύω πως έτσι σε τιμάνε περισσότερο. Γιατί αν περάσεις τις δοκιμασίες τους, τότε έχεις κάμει φίλους-αδέρφια για μια ζωή. Εσύ ξέρεις καλά πως “Γαμπρό” δεν έψάξα ποτέ μου κι ούτε με ένοιαξε και ποτέ να βρω, πόσο μάλλον εδώ πέρα. Γι’αυτό και χαίρομαι που βλέπω πως δίνουν βάση και τιμούν το λόγο τους κι αν σε βάλουν στην οικογένεια τους, είσαι όπως και να χει κερδισμένος. Σκέψου μόνο τα 40 κύματα που περάσαμε με το Θωμά. Τώρα πια δε θα άλλαζα τίποτα. Για μένα ότι μοιραζόμαστε, η φιλία του, είναι ιερά. Παρά τα όποια στραβά τους, έχουν μια περίεργη τιμή και περηφάνια, μια λεβεντιά. Θα τους δεις κι αυτές τις μέρες στο πανηγύρι. Όταν μπαίνουν χορεύοντας στη πόλη. Δε χορεύουνε, πετάνε. Γι’αυτό ανεμίζουν τα μανίκια απ’τις πουκαμίσες σα τα φτερά αρχάγγελου.
-Πετάνε σπίθες τα μάτια σου όταν μιλάς γι’αυτούς.
-Τους αγαπάω, τους θαυμάζω και τους σέβομαι, αυτό είναι όλο. Και θες να ακούσεις και το πιο περίεργο; Για χρόνια με ρωτάγανε οι γύρω μου γιατί εδώ και δε μπορούσα να τους απαντήσω με λόγια που θα καταλάβαιναν. Αυτές τις μέρες έμαθα πως ο Ραζη-Κότσικας, ο βασικός υπερασπιστής της πόλης κατά τη πολιορκία, ήταν μισός Κεφαλλονίτης και μισός από την Πόλη. Και όλα ξαφνικά έβγαλαν νόημα στο αλαφροΐσκιωτο κεφάλι μου. Οπότε εκτός απ΄τη καρδιά που ξέρει που χαρίζεται και κει που αγαπάει, δε λαθεύει, με φώναζαν κι οι ρίζες μου κοπελιά. Πάμε όμως σιγά σιγά γιατί θα χάσεις την έξοδο απ’τη πόλη;
-Ναι πάμε. Τα υπόλοιπα τα λέμε και μετά!
-Να προσέχεις μόνο που πατάς, αφήνουν «δωράκια» τα άλογα!
-Ναι σωστά, κάτι φαντάστηκα απ’τις μυρωδιές. Όμως εσύ δε θα κρυώνεις με τη φούστα;
-Εγώ μάνα μ τέτοια μέρα φορώ τα καλά μου!
Άρχισαν να βγαίνουν οι αρματοστολισμένοι, στο κατώπι κι οι καβαλαραίοι. Άφηνε για λίγο την Αγγελική κι έτρεχε να προλάβει να τραβήξει καμιά φωτογραφία. Μετά ξανά αγκαλιά και χέρι χέρι. Της έλειπε η φιλενάδα της κι ήταν διπλή η χαρά της τώρα, τέτοιες άγιες μέρες να την έχει κοντά της.
Τέλεψε η πομπή και πήγε στο δρόμο για το μοναστήρι. Την ώρα μέχρι να ανεβούν κι οι οικογένειες τη πέρασαν με καφεδάκι στη πλατεία και κουβέντες παρέα με τον Γρηγόρη που είχε έρθει να τις βρει. Άλλος καλός φίλος κι αυτός. Πριν να το καταλάβουν είχε έρθει η ώρα να πάρουν κι εκείνες με τη σειρά τους τον ανήφορο. Συναντήθηκαν με τη Λία και τη κυρά Ματίνα, βρήκαν και το Χάρη και ξεκίνησαν όλοι μαζί.
Το μοναστήρι ήταν γεμάτο κόσμο. Τσαντήρια, γυφταίοι να κοιμούνται στο χώμα, κόσμος να μπαίνει στην εκκλησία για προσκύνημα, χαρούμενη φασαρία παντού.
Ανέβηκαν στο σημείο που ήταν οι παρέες κι αφού πήγε κι η Αγγελική στην εκκλησία, πήγαν να κάτσουν κοντά στη Λία.
-‘Ωπα, ώπα, ώπα, ώπα, ωπαωπαωπαωπαωπα!
Σα χαρούμενο κατσίκι εμφανίστηκε πίσω τους ο Ειρηναίος και πριν προλάβουν να καθίσουν, άφησε στα χέρια της Αγγελικής μια γαρδένια κι έφυγε χορεύοντας.
-Αυτός είναι ο Ειρηναίος αλλά εσύ φώναζέ τον Είρη σκέτο. Ίσως το πιο γελαστό παιδί που θα γνωρίσεις απόψε κι ο πιο χορευταράς!
Πρόλαβε η Στέφη την Αγγελική που είχε μείνει να κοιτάει γύρω γύρω σα χαμένη.
Την άφησε στα σίγουρα χέρια του Είρι, του Χάρη, της Λίας και του Θωμά και πήρε το κατήφορο για τη παρέα του Νικηφόρου με τη κάμερα στο χέρι. Κάπου εκεί καθόταν κι η κυρά Ματίνα μιας που ο Νεκτάριος ο γαμπρός της ήταν από τους εκεί.
-Καλησπέρα, καλησπέρα. Χρονιά πολλά και καλά. Όλα εντάξει με το βραστό;
-Όλα μια χαρά Τσούπα! Και του χρόνου να σαι καλά να μας ξαναφτιάξεις.
Της είπε με βαρύ χαμόγελο ο Νικηφόρος και σήκωσε το ποτήρι με τον τρικενέ.
-Ναι αλλά του χρόνου να μας έχεις στη ζούλα και κερασόπιτα για τη λιγούρα.
Αυτή τη φορά δε τη τρόμαξε κι ας πετάχτηκε πάλι από πίσω της.
-Κερασόπιτα μόνο στο μαγαζί και όχι για όλους. Καμιά ρεβανί όμως αν μάθω τη συνταγή γιατί όχι Καπετάν Λιάκο;
-Μίλτος, Τσούπα, Μίλτος
-Στέφη, καπετάνιο, Στέφη.
-Ξέρεις θυμήθηκα που σε είχα ρωτήσει γιατί αγαπάς το Μεσολόγγι.
-Και;
-Και τελικά όντως τον αγαπάς τον τόπο μας Τσουπί.
– Να με συμπαθάς γι’αυτό που θα σου πω, μα ίσως να τον αγαπάω περισσότερο απ’ότι εσείς.
– Πεσμ γιατί και βλέπουμ
– Γιατί εμένα τον διάλεξε η καρδιά μου. Δε μου τον χάρισαν για Πατρίδα τα πατρογονικά μου. Όμως κι αυτή είναι μια μεγάλη κουβέντα που ενώ την αρχίζουμε, εμείς οι δυο δε θα τη τελειώσουμε ποτέ.
-Γιατί;
-Γιατί άσχετα με το αν το λες ή αν το θέλω, δε θα ρθεις ποτέ για να τη συνεχίσουμε…
-Τίνος είναι το τσουπί;
Ακούστηκε μια ηλικιωμένη, ανδρική φωνή
-Δικό μς!
Του απάντησε νευριασμένα η κυρά Ματίνα
-Μη δίνς σημασία Τσουπί’μ, ο συφοριασμένος ο αδερφός μ είναι που δεν ακούει και καλά και δε σε θυμάτ
-Δε πειράζει κυρα Ματίνα μου! Αφήστε τον άνθρωπο να ρωτήσει ότι θέλει
-Ιιιιι ναι για να μη σταματάει μετά τη φλυαρία; Δε φτυνς τα γκιατς μαρή; Να μας ζαλίς και σταματημό να μν έχ΄; Όμως να σ’ πω, δεν έχει άδικο. Άκομα μόν’ς εισ’ και δε μ’ακούς και με στεναχωρς. Να βρεις ένα δικό’ς να φωλιάς μ’ακούς; Θέλει αγάπη μαρή ο άνθρωπος για ν’ανασάν….
-Κυρά Ματίνα μου μη μου σκας. Την έχω την αγάπη που χρειάζομαι ολάκερη. Μου δίνει τ’Αλωνάκι μου, μου τη χαρίζει η Κυρά μου. Αυτό μου είναι αρκετό και με γεμίζει! Άλλωστε εγώ τους άντρες έμαθα να τους θαυμάζω από μακριά. Οι κοντινές αποστάσεις οδηγούσαν πάντα σε πτώσεις, κυρίως στα μάτια μου! Κι όσοι σηκώθηκαν αφού είχανε πέσει, γίνανε Φίλοι Αδερφοί! Έτσι αυτούς που με τραβάνε, τους κρατάω σε απόσταση για να μπορώ να τους σέβομαι χωρίς να μου χαλιούνται. Γιατί αν τους φέρω κοντά, πάντα θα πέσουν…
-Αχ τσουπί μ δε βγαίν έτς η ζωή.
-Βγαίνει φιλινάδα μου όμορφη. Η Κυρά ξέρει τι θα σου πάρει και τι θα σου αφήσει. Θα σου δώσει μια πατρίδα της καρδιάς σου για να γεμίσεις το κενό που σ’άφησε η οικογένεια σου. Θα σου δώσει μυαλό και θα σου κόψει κομμάτι από τη μόστρα. Θα σου δώσει ματιά και χέρια, μα θα σου πάρει λίγο απ’τη μιλιά σου. Θα σου χαρίσει φίλους αδερφικούς και θα σου στερήσει το σύντροφο. Πρέπει να κάμει δίκαιη μοιρασιά. Δε φτάνουν όλα για όλους! Μόνο τα νταούλια, οι ζουρνάδες κι ο τρικενές φτάνουν για όλους κι αυτό μόνο εδώ και μόνο για τις 4 μέρες της Πεντηκοστής!
-Καλέ! Τίνος είν` το Τσουπί μαρή Ματίνα;
Γύρισε η Στέφη, κοίταξε τον κυρ-Σταμάτη και του είπε χαμογελώντας
-Του Τόπου κυρ Σταμάτη μου, είναι το Τσουπί! Του τόπου και της Κυράς….